Ο γνωστός πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά «Η Σφαγή της Χίου» (εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου), ζωντανεύει τη δραματική ιστορία της μαρτυρικής Χίου. Ο μεγαλύτερος ίσως ζωγράφος του Ρομαντισμού, σε μια ατμόσφαιρα αγωνίας και φρίκης, αναδεικνύει την τουρκική θηριωδία στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αντανακλά όμως την πραγματικότητα; Ή πρόκειται απλώς για μια υπερβολική απεικόνιση του καλλιτέχνη, όπως υποστηρίζουν σύγχρονοι ακαδημαϊκοί, απόρροια του νεανικού του θαυμασμού για τον Μπάιρον και της ιδεολογικής του συμμετοχής στην Ελληνική Επανάσταση, όπως άλλωστε πολλοί νέοι της γενιάς του; Την απάντηση θα τη δώσουν οι ιστορικές πηγές. Κι αν δεχθούμε ότι στις ελληνικές και φιλελληνικές πήγες υπάρχουν ψήγματα υπερβολής, οι πηγές που προέρχονται από ανθρώπους φιλικά διακείμενους στην Οθωμανική εξουσία, όπως των Ευρωπαίων προξένων ή και των ίδιων των πρωταγωνιστών των σφαγών, δεν επιδέχονται καμίας αμφισβήτησης. Εκθέτοντας τα γεγονότα και τις μαρτυρίες, θα αποκαλυφθεί ότι η καλλιτεχνική πένα του Ευγένιου Ντελακρουά, είναι υποδεέστερη της πραγματικότητας.
Η Χίος δεν πήρε αμέσως μέρος στην Επανάσταση καθώς βρίσκεται πολύ κοντά στη Μικρασιατική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα να φοβούνται πως κάθε απόπειρα εξέγερσης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το ίδιο ίσχυε και για τη Σάμο. Εκεί όμως κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού, ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων. Η επιτυχία της Επανάστασης στη Σάμο, καθώς και οι πιέσεις και οι βαρύτατες φορολογίες που είχε επιβάλει στους κατοίκους του νησιού ο νέος διοικητής Βαχίτ Πασάς, επηρέασε τους Χίους, με αποτέλεσμα να επικρατήσει επαναστατικός αναβρασμός σε μεγάλο τμήμα του νησιού. Ως εχέγγυα πίστης προς την τουρκική εξουσία, οι Χίοι έδωσαν ενενήντα ομήρους από τα πλέον διακεκριμένα μέλη της εκκλησιαστικής και πολιτικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου του αρχιεπισκόπου Πλάτωνος. Ο τελευταίος, προσπάθησε να αποτρέψει τους Σαμίους να προχωρήσουν σε απερίσκεπτο εγχείρημα, που θα έβλαπτε τη Χίο, συνιστώντας περίσκεψη και σύνεση. Τελικά, αν και θεωρούσε την εξέγερση άκαιρη και ολέθρια, έμεινε με το ποίμνιό του και θυσιάστηκε εκουσίως.
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Χ. Μάμουκα, πολλοί προύχοντες της Χίου, μετά από συνεννοήσεις με τη ελληνική βουλή, αποφάσισαν εκστρατεία για την απελευθέρωση του νησιού και το μόνο που έμενε ήταν να προσδιορίσουν το χρόνο. Λογικό, καθώς οι αντικειμενικές δυσκολίες ήταν πολλές και προτεραιότητα είχε η εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. Αρχηγοί του επαναστατικού κινήματος ήταν ο Χιώτης Αντώνης Μπουρνιάς, παλαίμαχος του στρατού του Ναπολέοντα και ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης. Και οι δύο είχαν παλιότερα προσπαθήσει να ζητήσουν τη βοήθεια του Υψηλάντη για την απελευθέρωση του νησιού, αλλά ο Υψηλάντης και κυρίως ο Αναγνωστόπουλος, δεν συμφώνησαν λόγω των δυσχερειών του εγχειρήματος. Μάλιστα ο Υψηλάντης, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, έστειλε στις 21 Δεκεμβρίου 1821 επιστολή στον Λογοθέτη που του συνιστούσε: «Ησύχασε εις καμμίαν νήσον, έως να έλθη η ποθουμένη ώρα, και τότε βάλεις εις πράξιν τον πατριωτικόν πόθον σου». Ο Λυκούργος με επιστολή του συμφώνησε να αναβάλλει «εις ευτυχεστέραν περίστασιν την εκστρατείαν της Χίου». Ο Μπουρνιάς όμως δίνοντάς στον Λογοθέτη διαβεβαιώσεις για τη βοήθεια που θα είχε απ’ όλους τους Χιώτες και με σύμμαχό του το γεγονός ότι ο τουρκικός στόλος ήταν απασχολημένος στη δυτική Πελοπόννησο και στον Κορινθιακό, τον έπεισε να ξεκινήσουν την επιχείρηση. Έτσι, στις 10 Μαρτίου, χωρίς να ειδοποιήσουν την κυβέρνηση και τα άλλα νησιά, 2.500 περίπου πολεμιστές ξεκίνησαν από τη Σάμο για να πάρουν τη Χίο από τους Τούρκους. Ο λαός της Χίου τους δέχθηκε ως ελευθερωτές και τους ακολούθησε. Ατυχώς όμως ο λαός ήταν οπλισμένος με ραβδιά και σούβλες ενώ και από τους Σαμίους, λίγοι ήταν επαρκώς οπλισμένοι. Τούρκικα παλάτια και μέγαρα λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Οι περισσότεροι από τους 3000 Τούρκους του νησιού πρόλαβαν και κλείσθηκαν στο κάστρο, για το οποίο δεν έγινε σοβαρή απόπειρα κατάληψής του από τους εξεγερμένους. Ο ναπολιτάνος πρεσβευτής στην Πόλη, Giovani Batista Navoni, σε αναφορά του στον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, μαρκήσιο De Cirello (20 Μαρτίου 1822), αναγνωρίζει ότι η συμπεριφορά του Λογοθέτη απέναντι στους Τούρκους αιχμαλώτους υπήρξε ανθρωπιστική.
Οι άρχοντες και οι εκκλησιαστικοί αρνήθηκαν να συμπράξουν με τους Σαμίους. Τους παρακάλεσαν να εκκενώσουν το νησί και να μην εξοργίζουν τους Μουσουλμάνους. Φοβούνταν επίσης για την τύχη των ομήρων που είχαν συλληφθεί και βρίσκονταν στη Κωνσταντινούπολη ή στα χέρια της τουρκικής διοίκησης του νησιού. Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν ειδήσεις για την άφιξη μεγάλης τουρκικής ναυτικής δύναμης. Τρόμος κατέλαβε τους Χίους αναλογιζόμενοι την τουρκική εκδίκηση. Για να τους αντιπαραταχθούνε ούτε λόγος. Η προχειρότητα της επιχείρησης ήταν εμφανής. Άρματα, μπαρούτι, κανόνια και ζωοτροφές δεν υπήρχαν. Οι πρόκριτοι του νησιού, δεν έδωσαν τα απαιτούμενα χρήματα για τον Αγώνα και φρόντιζαν μόνο πως θα σώσουν τον εαυτό τους. Σαν να μην έφταναν αυτά, άρχισαν και οι διαφωνίες μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη για την αρχηγία. Και οι δυο όμως συνειδητοποιούσαν ότι η Χίος θα ξανασκλωβωνόταν. Η μόνη τους φροντίδα πια ήταν να βρουν καράβια για να φύγουν από το νησί. Η καταστροφή δεν αργούσε. «Ήταν κρίμα», γράφει ο Καστάνης, «να βλέπεις μια κοινωνία εκατόν ογδόντα χιλιάδων ψυχών να κινδυνεύει από διακοσίους τολμητίες». Ο Μάμουκας αναφέρει: «Ημείς δεν αποθέσαμεν την ελπίδα εις τον Θεόν, αλλ’ αφήσαμεν την ελπίδα εις ανθρώπους, των οποίων αυτοψεί εβλέπομεν τας έριδας και ακαταστασίας, ανθρώπους, οίτινες και πριν ίδωσιν έτι ίχνος ή σκιάν της νίκης, εμάχοντο πώς να μοιρασθούν την Χίον, ποίος να γνωρισθή ηγεμών, και ποιος να ονομάζεται ο αρχιστράτηγος, ή χιλίαρχος...».
Στο μεταξύ ο σουλτάνος ξεκίνησε τα αντίποινα στην Πόλη. Διέταξε τον φόνο τριών ομήρων από τη Χίο, των προκρίτων Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδ. Ράλλη καθώς και 60 εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Κι έφτασε η αποφράδα ημέρα. 30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη, ο αντιναύαρχος Καρά Αλής εμφανίζεται στις βόρειες ακτές της Χίου, με ισχυρότατο στόλο 34 πλοίων (46 κατά τον Κουτσονίκα). Ο βομβαρδισμός άρχισε. Από το φρούριο και τα πλοία, οι Τούρκοι με τη βοήθεια μηχανικών από τη Δύση, ξερνάγαν φωτιά με τα κανόνια τους εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Οι κάτοικοι σε κατάσταση αλλοφροσύνης κρύβονταν ή έσπευδαν να σωθούν. Είκοσι και περισσότεροι Τούρκοι που ελευθερώθηκαν από τους τάφους όπου είχαν κρυφτεί από τους Καθολικούς, εξαιτίας της οργής των Σαμίων, μπήκαν στο λεπροκομείο και έσφαξαν τους λεπρούς, προκαλώντας χείμαρρο αίματος. Που ήταν η ελληνική βοήθεια; Που ήταν τα υπόλοιπα νησιά να βοηθήσουν πριν αποβιβασθούν οι Οθωμανοί; Σίγουρα ήταν απασχολημένοι αλλού, δεν υπήρχε όμως διαθέσιμο ούτε ένα πλοίο; Ο Μάμουκας ανφέρει: «Ατυχώς, 40 σαμιακά πλοία ήταν αραγμένα στο Κοντάρι και το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης έφυγον όσον τάχιστα, μ’ όσους επρόφθασαν να λάβουν εντοπίους τους, μη θελήσαντες να δεχθούν κανέναν Χίον, μαζί τους». Και συνεχίζει: «Έτσι οι Τούρκοι εξήλθον το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν. Η χώρα ήταν ήδη υπό την εξουσίαν τους. Άρχισαν να λεηλατούν πρώτον τα σπίτια της Χώρας, έπαιρναν ό,τι τους άρεσε και έπειτα έκαιαν τα σπίτια. Αποτεφρώθηκε και η ωραία Βιβλιοθήκη του σχολείου με όλην την οικοδομήν. Στη συνέχεια προχώρησαν στον Κάμπον. Όσους Χίους συναντούσαν τους σκότωναν. Έσφαζαν, έκαιαν, λεηλατούσαν τα πάντα. Γέροντες, άνδρες, γυναίκες θανατώνονταν, νέοι από 15 χρόνων και άνω, βρέφη αποσπώμενα από τας αγκάλας των μητέρων τους, άλλα ερίπτοντο εις την θάλασσαν, άλλα εις τα όρη. Όσοι ενόμισαν, ως τέλος των δεινών τους, την προσκύνησιν των Τούρκων, έλαβον αξιοθρήνητον τέλος. Νέοι από 20 έως 28 χρόνων, χείρα με χείρα δεμένοι, εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες προ του θανάτου εζωγραφισμένον εις το πρόσωπον τον θάνατον. Οι οιμωγές τους έκαναν ν’ αντηχή ο τόπος. Υπέρ τον έναν μήνα συνεχίσθηκε αυτό. Από όσους συνελάμβαναν άλλους τους έσφαζαν αμέσως και τους έκαιαν μετά τη σφαγή. Σε όποιον δρόμο κι αν εβάδιζεν κανείς σπανίως έβλεπε δύο λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς να απαντήση πτώματα το εν μετά το άλλο. Κατά το νότιον μέρος της πόλεως δεν έμεινεν δρόμος κενός χωρίς νεκρούς, σπάνιες οικίες που να μην είχαν καεί, μέρος απότιστον από αίμα. Στους ανθρώπους των Μαστιχοχωρίων έδειξαν οι Τούρκοι σκόπιμη ημερότητα, για να τους προδίδουν όσους κατέφευγαν στα μέρη τους».
Ο Oλλανδός πρόξενος στη Χίο Pasqua, στο ημερολόγιό του που βρίσκεται στα αρχεία του Oλλανδικού υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφει τις φρικαλέες σκηνές και τη μεγάλη σφαγή του άμαχου πληθυσμού της νήσου: «Δεν βλέπεις τίποτε άλλο από φωτιά και καταστροφή και βάρκες του οθωμανικού στόλου φορτωμένες λάφυρα, σκλάβους, παιδιά, βόδια, κατσίκες, μουλάρια. Το θέαμα προκαλεί οίκτο και μελαγχολία…».
Αρκετές χιλιάδες Χίοι κατέφυγαν στα παράλια περιμένοντας την άφιξη φιλικών σκαφών που δεν εμφανίστηκαν όμως. Μερικοί ήταν σφαγμένοι στην ξηρά, άλλοι στο νερό όπου πνίγηκαν ή σουβλίστηκαν, βάφοντας το κύμα πορφυρό. Οι Εβραίοι βοηθούν τους Τούρκους στην ανακάλυψη και στη σφαγή των αθώων Χίων. Στην ακροθαλασσιά ανακαλύπτονταν πολλοί φυγάδες να κείτονται πολλές ημέρες βυθισμένοι εν μέρει στο νερό. Η τυχαία άφιξη του Έλληνα ναυάρχου Τομπάζη συνέβαλε στη διάσωση πολλών ψυχών.
Ο Καρά Αλής σχεδίασε τότε ένα, σατανικό θα λέγαμε, τέχνασμα. Συγκάλεσε τους Ευρωπαίους προξένους και τους παρακάλεσε να αναγγείλουν δημοσία την κατάπαυση της σφαγής όλων των Χίων, λέγοντάς τους να τους προσκαλέσουν να βγουν από τους κρυψώνες τους, να επιστρέψουν στην πόλη και στα χωριά τους. Οι πρόξενοι δέχθηκαν το προδοτικό έργο και σηκώνοντας τις σημαίες τους περιφέρονταν σε ολόκληρο το νησί σε κάθε σπήλαιο και βράχο, κάθε βουνό και κάθε απόκρημνο μέρος και σάλπισαν την ευσπλαχνία των Μουσουλμάνων. Οι δυστυχείς Χίοι άφηναν τους κρυψώνες τους χαροποιημένοι από την ψεύτικη ελπίδα ότι θα σώζονταν από τη σφαγή. Μ’ αυτή την εμπιστοσύνη όλοι οι πρόσφυγες εκτός από εκείνους που ήταν στα βόρεια του νησιού, έστειλαν επτακόσιους προύχοντες να πέσουν στα πόδια του Καρά Αλή, ελπίζοντας ότι το έργο της σφαγής θα σταματούσε εκεί. Αλλά την ίδια νύχτα ο ναύαρχος κρέμασε και τους επτακόσιους προύχοντες στα κατάρτια του στόλου και εξαπέλυσε 10.000 ένοπλους Τούρκους με την εντολή να κατασφάξουν όλους τους Έλληνες των χωριών που ζούσαν ακόμη. Την Κυριακή του Πάσχα προχώρησαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου κατέσφαξαν και πυρπόλησαν πέντε χιλιάδες Χίους. Η βυζαντινή Νέα Μονή, κτισμένη από τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο, έγινε ο τάφος δύο χιλιάδων τριακοσίων Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν.
«Μέσα στο φρούριο, η μοχθηρή Υψηλότης, ο πασάς, περίμενε την επιστροφή των συμμοριών των επιδρομέων. Οι αξιωματικοί τήρησαν την αυστηρή διαδικασία, να διαβιβάσουν στον σουλτάνο δείγματα της καταστρεπτικής τους φιλοπονίας. Δόθηκε επιχορήγηση για τα κεφάλια που θα έκοβαν και κάθε γραφέας κατέγραφε στο ημερολόγιο της τυραννίας, κατά τη συνήθεια. Για να προλάβουν την απάτη, έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς... Τα θύματα διατάζονταν να γονατίσουν. Γονατίζοντας ο κάθε μάρτυρας αναφωνούσε: “Μνήσθητί μου, Κύριε”! Ενώ αυτός έλεγε αυτά τα λόγια, το γιαταγάνι έπεφτε επάνω στον λαιμό του, αποκόπτοντάς τον μ’ ένα κτύπημα τόσο ξαφνικό, ώστε η γλώσσα εξακολουθούσε να κινείται…». Για τα φορτία από κεφάλια και αφτιά ο Άγγλος πρεσβευτής Strangford ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών στο Λονδίνο, ότι στην Πύλη του Σεραγιού έγινε έκθεση με κομμένα κεφάλια και άλλα τρόπαια.
Στις 7 Απριλίου σημειώνει ο Ολλανδός πρόξενος στο ημερολόγιό του: «Η φωτιά και η τυραννία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο… το μεσημέρι (22 Απριλίου) οι Τούρκοι έβγαλαν από το δεσμωτήριο τον δεσπότη, τους προεστούς και όλους τους φυλακισμένους, που βρίσκονταν έγκλειστοι ως όμηροι στο φρούριο. Τους γύμνωσαν ολότελα και τους κρέμασαν, πάνω από εκατό, τον έναν πλάι στον άλλο, σαν αρνιά. Μόνο του δεσπότη άφησαν το καλυμμαύχι. Το θέμα προκάλεσε φρίκη και οίκτο. Είναι σπαρακτικό να βλέπεις τον άνθρωπο γυμνό. Από τη ναυαρχίδα του Καπουδάν Πασά έπεσε μια κανονιά. Την ίδια στιγμή φάνηκαν σε κάθε καράβι του στόλου κορβέτα, μπριγιαντίνη, σκούνα, μπομπάρδα, τρεις κρεμασμένοι από το μπαστούνι του φλόκου. Πάνω από ογδόντα και δεν μπορέσαμε να τους διακρίνουμε όλους…». Οι Εβραίοι προθυμοποιήθηκαν να σύρουν τα πτώματα στη θάλασσα με κάθε περιφρόνηση. Και ο Ολλανδός πρόξενος συνεχίζει: «Τα τουρκικά στρατεύματα καίνε, σκλαβώνουν, σφάζουν. Φρίκη επικρατεί στην πόλη. Σπαραγμός στην ύπαιθρο. Οι δρόμοι γεμάτοι πτώματα. Η εντολή του πασά είναι να μην αφήσουν Έλληνα ζωντανό, να σκλαβώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά και να λαφυραγωγήσουν τον τόπο…». Ακόμη και η φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης, «Spectateur Oriental», δίνει με δημοσίευμά της την περίοδο αυτή μία παραστατική εικόνα της καταστροφής: «Η Χίος είναι χαλάσματα και στάχτες. Ο αέρας είναι μολυσμένος από τη δυσωδία που αναδίδουν τα σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων…». Η γερμανική εφημερίδα «Allgemeine Zeitung» δημοσιεύει την πληροφορία ότι, «… παιδιά κάτω των επτά χρόνων, ακατάλληλα για το παζάρι, δένονταν μαζί και ρίχνονταν στη θάλασσα…».
Παραστατική εικόνα της σφαγής, της λεηλασίας και της καταστροφής δίνει ο πρωτεργάτης του ολέθρου του νησιού, Βαχίτ Πασάς στα απομνημονεύματά του: «… Η φρουρά μας επέπεσε κατά των άπιστων γκιαούρηδων, των οποίων τους μεν ενήλικους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν ελεηλάτησαν… τας ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσεν ποταμηδόν… Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα επλουτίσθησαν συν Θεώ αγίω, διά της νομίμου λείας, λαβόντες άπειρα λάφυρα κινητά ωσαύτως και σκλάβους και σκλάβας ωραίας διά στολισμόν των χαρεμίων των…».
Ο Γάλλος διπλωμάτης και ιστορικός Πουκεβίλ, υπολογίζει σε 40.000 αυτούς που πουλήθηκαν ως σκλάβοι στα μπεζεστένια της Σμύρνης. Μάλιστα τέτοια ήταν η μεγάλη προσφορά που προκλήθηκε πτώση τιμών! Σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Σμύρνη στην εφημερίδα «Morning Chronicle» του Λονδίνου (29 Ιουνίου 1822) «οι Τούρκοι πουλούσαν Ελληνίδες σε εξευτελιστικές τιμές, από 10 ως 40 και 60 γρόσια». Ο γενικός πρόξενος της Νάπολης στη Σμύρνη, Antonio Girardi, σε αναφορά του στον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του (2 Ιουνίου 1822) γράφει: «Η πόλη της Χίου είναι σχεδόν στάχτες. Μόνο τα προξενεία σώθηκαν και μερικά σπίτια Ευρωπαίων. Την ίδια τύχη είχαν τα περισσότερα χωριά. Ελάχιστοι άνδρες γλίτωσαν. Τα γυναικόπαιδα σκλαβώθηκαν. Μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε στην Ασία. Πουλήθηκαν αμέσως και χάθηκαν στο εσωτερικό…». Ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Francis Werry σε αναφορά του προς τη Levant Company σημειώνει: «Στο δρόμο των Φράγκων οδηγούνται πάνω κάτω κοπάδια από παιδιά της Χίου για πούλημα». Ενώ η γαλλική εφημερίδα «Courrier Francais», στο φύλλο της 10 Ιουλίου 1822, γράφει: «Βλέπεις φανατικούς μουσουλμάνους να τρέχουν ομαδικά, να αγοράζουν 30 γρόσια το θύμα τους και να το σφάζουν αμέσως για να κερδίσουν σπουδαία θέση στους Ουρανούς… Χιλιάδες γυναίκες, κορίτσια και αγόρια πουλιούνται κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή, μ' όλο που μαστιγώνονται, για να πεθάνουν από την πείνα…».
Βεβαίως οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι για τα εγκλήματά τους. Πανώλη ενέσκηψε και ορισμένα ζώα έγιναν ιδιαιτέρως επιθετικά, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα. Εβραίοι και Αρμένιοι βοηθούν τους Τούρκους για να εξολοθρεύσουν τα ενοχλητικά ζώα. Γέμισε η Χίος από ποντικούς και γάτες που τρέφονταν από τα πτώματα. Και ο ίδιος ο καρά Αλής δεν έμεινε ατιμώρητος. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στις 6-7 Ιουνίου 1822 εκδικήθηκε την καταστροφή της Χίου, γεγονός όμως που όξυνε την εκδικητικότητα των Τούρκων, αφού έσυραν εννιακόσιους φυλακισμένους από τις υπόγειες φυλακές του φρουρίου και τους θανάτωσαν. Άξιοι δάσκαλοι των ναζιστών οι Τούρκοι!!!
Το νησί ήταν πια ένας σωρός ερειπίων. Η λεηλασία, οι εμπρησμοί, οι σφαγές και η αιχμαλωσία των κατοίκων αφάνισαν κυριολεκτικά ένα νησί, που έσφυζε από ζωή. Από έναν πληθυσμό εκατόν τριάντα έως εκατόν πενήντα χιλιάδων κατοίκων, έμειναν στη Χίο λιγότεροι από δύο χιλιάδες. Η συμφορά της συγκίνησε όλο τον πολιτισμένο κόσμο και έγινε αφορμή να πυκνωθεί το υπέρ της Ελλάδος φιλελληνικό ρεύμα. Πλήθος περιηγητών, που επισκέφθηκαν τη Χίο μετά την καταστροφή, μας δίνουν συγκλονιστικές περιγραφές. Δε νομίζω ότι χρειάζονται άλλες αποδείξεις για να φανεί η μωρότητα αυτών που χαρακτηρίζουν το έργο του Ντελακρουά υπερβολή.
Όμως η ιστορία του νησιού μέσα στο χρόνο δε σταματά. H Xίος, η ποτισμένη με αίμα ηρώων και μαρτύρων ζει. Γνώρισε το ζυγό πολλών κατακτητών αλλά συνεχίζει την ταραχώδη πορεία της στον χώρο του Αιγαίου, θυμίζοντάς μας την ηρωική θυσία των κατοίκων της για τη λευτεριά της Ελλάδος.
* Πηγή για τις μαρτυρίες των ξένων, άρθρο από το Παρόν της Κυριακής, με ημ. 24.06.2007
Η Χίος δεν πήρε αμέσως μέρος στην Επανάσταση καθώς βρίσκεται πολύ κοντά στη Μικρασιατική ενδοχώρα, με αποτέλεσμα να φοβούνται πως κάθε απόπειρα εξέγερσης είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το ίδιο ίσχυε και για τη Σάμο. Εκεί όμως κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού, ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων. Η επιτυχία της Επανάστασης στη Σάμο, καθώς και οι πιέσεις και οι βαρύτατες φορολογίες που είχε επιβάλει στους κατοίκους του νησιού ο νέος διοικητής Βαχίτ Πασάς, επηρέασε τους Χίους, με αποτέλεσμα να επικρατήσει επαναστατικός αναβρασμός σε μεγάλο τμήμα του νησιού. Ως εχέγγυα πίστης προς την τουρκική εξουσία, οι Χίοι έδωσαν ενενήντα ομήρους από τα πλέον διακεκριμένα μέλη της εκκλησιαστικής και πολιτικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου του αρχιεπισκόπου Πλάτωνος. Ο τελευταίος, προσπάθησε να αποτρέψει τους Σαμίους να προχωρήσουν σε απερίσκεπτο εγχείρημα, που θα έβλαπτε τη Χίο, συνιστώντας περίσκεψη και σύνεση. Τελικά, αν και θεωρούσε την εξέγερση άκαιρη και ολέθρια, έμεινε με το ποίμνιό του και θυσιάστηκε εκουσίως.
Σύμφωνα με τον Ανδρέα Χ. Μάμουκα, πολλοί προύχοντες της Χίου, μετά από συνεννοήσεις με τη ελληνική βουλή, αποφάσισαν εκστρατεία για την απελευθέρωση του νησιού και το μόνο που έμενε ήταν να προσδιορίσουν το χρόνο. Λογικό, καθώς οι αντικειμενικές δυσκολίες ήταν πολλές και προτεραιότητα είχε η εδραίωση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά. Αρχηγοί του επαναστατικού κινήματος ήταν ο Χιώτης Αντώνης Μπουρνιάς, παλαίμαχος του στρατού του Ναπολέοντα και ο Σάμιος Λυκούργος Λογοθέτης. Και οι δύο είχαν παλιότερα προσπαθήσει να ζητήσουν τη βοήθεια του Υψηλάντη για την απελευθέρωση του νησιού, αλλά ο Υψηλάντης και κυρίως ο Αναγνωστόπουλος, δεν συμφώνησαν λόγω των δυσχερειών του εγχειρήματος. Μάλιστα ο Υψηλάντης, σύμφωνα με τον Κουτσονίκα, έστειλε στις 21 Δεκεμβρίου 1821 επιστολή στον Λογοθέτη που του συνιστούσε: «Ησύχασε εις καμμίαν νήσον, έως να έλθη η ποθουμένη ώρα, και τότε βάλεις εις πράξιν τον πατριωτικόν πόθον σου». Ο Λυκούργος με επιστολή του συμφώνησε να αναβάλλει «εις ευτυχεστέραν περίστασιν την εκστρατείαν της Χίου». Ο Μπουρνιάς όμως δίνοντάς στον Λογοθέτη διαβεβαιώσεις για τη βοήθεια που θα είχε απ’ όλους τους Χιώτες και με σύμμαχό του το γεγονός ότι ο τουρκικός στόλος ήταν απασχολημένος στη δυτική Πελοπόννησο και στον Κορινθιακό, τον έπεισε να ξεκινήσουν την επιχείρηση. Έτσι, στις 10 Μαρτίου, χωρίς να ειδοποιήσουν την κυβέρνηση και τα άλλα νησιά, 2.500 περίπου πολεμιστές ξεκίνησαν από τη Σάμο για να πάρουν τη Χίο από τους Τούρκους. Ο λαός της Χίου τους δέχθηκε ως ελευθερωτές και τους ακολούθησε. Ατυχώς όμως ο λαός ήταν οπλισμένος με ραβδιά και σούβλες ενώ και από τους Σαμίους, λίγοι ήταν επαρκώς οπλισμένοι. Τούρκικα παλάτια και μέγαρα λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Οι περισσότεροι από τους 3000 Τούρκους του νησιού πρόλαβαν και κλείσθηκαν στο κάστρο, για το οποίο δεν έγινε σοβαρή απόπειρα κατάληψής του από τους εξεγερμένους. Ο ναπολιτάνος πρεσβευτής στην Πόλη, Giovani Batista Navoni, σε αναφορά του στον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του, μαρκήσιο De Cirello (20 Μαρτίου 1822), αναγνωρίζει ότι η συμπεριφορά του Λογοθέτη απέναντι στους Τούρκους αιχμαλώτους υπήρξε ανθρωπιστική.
Οι άρχοντες και οι εκκλησιαστικοί αρνήθηκαν να συμπράξουν με τους Σαμίους. Τους παρακάλεσαν να εκκενώσουν το νησί και να μην εξοργίζουν τους Μουσουλμάνους. Φοβούνταν επίσης για την τύχη των ομήρων που είχαν συλληφθεί και βρίσκονταν στη Κωνσταντινούπολη ή στα χέρια της τουρκικής διοίκησης του νησιού. Σύντομα άρχισαν να καταφθάνουν ειδήσεις για την άφιξη μεγάλης τουρκικής ναυτικής δύναμης. Τρόμος κατέλαβε τους Χίους αναλογιζόμενοι την τουρκική εκδίκηση. Για να τους αντιπαραταχθούνε ούτε λόγος. Η προχειρότητα της επιχείρησης ήταν εμφανής. Άρματα, μπαρούτι, κανόνια και ζωοτροφές δεν υπήρχαν. Οι πρόκριτοι του νησιού, δεν έδωσαν τα απαιτούμενα χρήματα για τον Αγώνα και φρόντιζαν μόνο πως θα σώσουν τον εαυτό τους. Σαν να μην έφταναν αυτά, άρχισαν και οι διαφωνίες μεταξύ Μπουρνιά και Λογοθέτη για την αρχηγία. Και οι δυο όμως συνειδητοποιούσαν ότι η Χίος θα ξανασκλωβωνόταν. Η μόνη τους φροντίδα πια ήταν να βρουν καράβια για να φύγουν από το νησί. Η καταστροφή δεν αργούσε. «Ήταν κρίμα», γράφει ο Καστάνης, «να βλέπεις μια κοινωνία εκατόν ογδόντα χιλιάδων ψυχών να κινδυνεύει από διακοσίους τολμητίες». Ο Μάμουκας αναφέρει: «Ημείς δεν αποθέσαμεν την ελπίδα εις τον Θεόν, αλλ’ αφήσαμεν την ελπίδα εις ανθρώπους, των οποίων αυτοψεί εβλέπομεν τας έριδας και ακαταστασίας, ανθρώπους, οίτινες και πριν ίδωσιν έτι ίχνος ή σκιάν της νίκης, εμάχοντο πώς να μοιρασθούν την Χίον, ποίος να γνωρισθή ηγεμών, και ποιος να ονομάζεται ο αρχιστράτηγος, ή χιλίαρχος...».
Στο μεταξύ ο σουλτάνος ξεκίνησε τα αντίποινα στην Πόλη. Διέταξε τον φόνο τριών ομήρων από τη Χίο, των προκρίτων Παντελή Ροδοκανάκη, Μιχαήλ Σκυλίτση και Θεόδ. Ράλλη καθώς και 60 εμπόρων που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη. Κι έφτασε η αποφράδα ημέρα. 30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη, ο αντιναύαρχος Καρά Αλής εμφανίζεται στις βόρειες ακτές της Χίου, με ισχυρότατο στόλο 34 πλοίων (46 κατά τον Κουτσονίκα). Ο βομβαρδισμός άρχισε. Από το φρούριο και τα πλοία, οι Τούρκοι με τη βοήθεια μηχανικών από τη Δύση, ξερνάγαν φωτιά με τα κανόνια τους εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Οι κάτοικοι σε κατάσταση αλλοφροσύνης κρύβονταν ή έσπευδαν να σωθούν. Είκοσι και περισσότεροι Τούρκοι που ελευθερώθηκαν από τους τάφους όπου είχαν κρυφτεί από τους Καθολικούς, εξαιτίας της οργής των Σαμίων, μπήκαν στο λεπροκομείο και έσφαξαν τους λεπρούς, προκαλώντας χείμαρρο αίματος. Που ήταν η ελληνική βοήθεια; Που ήταν τα υπόλοιπα νησιά να βοηθήσουν πριν αποβιβασθούν οι Οθωμανοί; Σίγουρα ήταν απασχολημένοι αλλού, δεν υπήρχε όμως διαθέσιμο ούτε ένα πλοίο; Ο Μάμουκας ανφέρει: «Ατυχώς, 40 σαμιακά πλοία ήταν αραγμένα στο Κοντάρι και το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης έφυγον όσον τάχιστα, μ’ όσους επρόφθασαν να λάβουν εντοπίους τους, μη θελήσαντες να δεχθούν κανέναν Χίον, μαζί τους». Και συνεχίζει: «Έτσι οι Τούρκοι εξήλθον το εσπέρας της Μεγάλης Παρασκευής. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου επληθύνθησαν. Η χώρα ήταν ήδη υπό την εξουσίαν τους. Άρχισαν να λεηλατούν πρώτον τα σπίτια της Χώρας, έπαιρναν ό,τι τους άρεσε και έπειτα έκαιαν τα σπίτια. Αποτεφρώθηκε και η ωραία Βιβλιοθήκη του σχολείου με όλην την οικοδομήν. Στη συνέχεια προχώρησαν στον Κάμπον. Όσους Χίους συναντούσαν τους σκότωναν. Έσφαζαν, έκαιαν, λεηλατούσαν τα πάντα. Γέροντες, άνδρες, γυναίκες θανατώνονταν, νέοι από 15 χρόνων και άνω, βρέφη αποσπώμενα από τας αγκάλας των μητέρων τους, άλλα ερίπτοντο εις την θάλασσαν, άλλα εις τα όρη. Όσοι ενόμισαν, ως τέλος των δεινών τους, την προσκύνησιν των Τούρκων, έλαβον αξιοθρήνητον τέλος. Νέοι από 20 έως 28 χρόνων, χείρα με χείρα δεμένοι, εσχημάτιζον ορμαθούς, έχοντες προ του θανάτου εζωγραφισμένον εις το πρόσωπον τον θάνατον. Οι οιμωγές τους έκαναν ν’ αντηχή ο τόπος. Υπέρ τον έναν μήνα συνεχίσθηκε αυτό. Από όσους συνελάμβαναν άλλους τους έσφαζαν αμέσως και τους έκαιαν μετά τη σφαγή. Σε όποιον δρόμο κι αν εβάδιζεν κανείς σπανίως έβλεπε δύο λεπτών διάστημα κενόν, χωρίς να απαντήση πτώματα το εν μετά το άλλο. Κατά το νότιον μέρος της πόλεως δεν έμεινεν δρόμος κενός χωρίς νεκρούς, σπάνιες οικίες που να μην είχαν καεί, μέρος απότιστον από αίμα. Στους ανθρώπους των Μαστιχοχωρίων έδειξαν οι Τούρκοι σκόπιμη ημερότητα, για να τους προδίδουν όσους κατέφευγαν στα μέρη τους».
Ο Oλλανδός πρόξενος στη Χίο Pasqua, στο ημερολόγιό του που βρίσκεται στα αρχεία του Oλλανδικού υπουργείου Εξωτερικών, περιγράφει τις φρικαλέες σκηνές και τη μεγάλη σφαγή του άμαχου πληθυσμού της νήσου: «Δεν βλέπεις τίποτε άλλο από φωτιά και καταστροφή και βάρκες του οθωμανικού στόλου φορτωμένες λάφυρα, σκλάβους, παιδιά, βόδια, κατσίκες, μουλάρια. Το θέαμα προκαλεί οίκτο και μελαγχολία…».
Αρκετές χιλιάδες Χίοι κατέφυγαν στα παράλια περιμένοντας την άφιξη φιλικών σκαφών που δεν εμφανίστηκαν όμως. Μερικοί ήταν σφαγμένοι στην ξηρά, άλλοι στο νερό όπου πνίγηκαν ή σουβλίστηκαν, βάφοντας το κύμα πορφυρό. Οι Εβραίοι βοηθούν τους Τούρκους στην ανακάλυψη και στη σφαγή των αθώων Χίων. Στην ακροθαλασσιά ανακαλύπτονταν πολλοί φυγάδες να κείτονται πολλές ημέρες βυθισμένοι εν μέρει στο νερό. Η τυχαία άφιξη του Έλληνα ναυάρχου Τομπάζη συνέβαλε στη διάσωση πολλών ψυχών.
Ο Καρά Αλής σχεδίασε τότε ένα, σατανικό θα λέγαμε, τέχνασμα. Συγκάλεσε τους Ευρωπαίους προξένους και τους παρακάλεσε να αναγγείλουν δημοσία την κατάπαυση της σφαγής όλων των Χίων, λέγοντάς τους να τους προσκαλέσουν να βγουν από τους κρυψώνες τους, να επιστρέψουν στην πόλη και στα χωριά τους. Οι πρόξενοι δέχθηκαν το προδοτικό έργο και σηκώνοντας τις σημαίες τους περιφέρονταν σε ολόκληρο το νησί σε κάθε σπήλαιο και βράχο, κάθε βουνό και κάθε απόκρημνο μέρος και σάλπισαν την ευσπλαχνία των Μουσουλμάνων. Οι δυστυχείς Χίοι άφηναν τους κρυψώνες τους χαροποιημένοι από την ψεύτικη ελπίδα ότι θα σώζονταν από τη σφαγή. Μ’ αυτή την εμπιστοσύνη όλοι οι πρόσφυγες εκτός από εκείνους που ήταν στα βόρεια του νησιού, έστειλαν επτακόσιους προύχοντες να πέσουν στα πόδια του Καρά Αλή, ελπίζοντας ότι το έργο της σφαγής θα σταματούσε εκεί. Αλλά την ίδια νύχτα ο ναύαρχος κρέμασε και τους επτακόσιους προύχοντες στα κατάρτια του στόλου και εξαπέλυσε 10.000 ένοπλους Τούρκους με την εντολή να κατασφάξουν όλους τους Έλληνες των χωριών που ζούσαν ακόμη. Την Κυριακή του Πάσχα προχώρησαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου κατέσφαξαν και πυρπόλησαν πέντε χιλιάδες Χίους. Η βυζαντινή Νέα Μονή, κτισμένη από τον Κωνσταντίνο τον Μονομάχο, έγινε ο τάφος δύο χιλιάδων τριακοσίων Χριστιανών. Ο περικαλλής εκείνος ναός κάηκε και οι θησαυροί του λεηλατήθηκαν.
«Μέσα στο φρούριο, η μοχθηρή Υψηλότης, ο πασάς, περίμενε την επιστροφή των συμμοριών των επιδρομέων. Οι αξιωματικοί τήρησαν την αυστηρή διαδικασία, να διαβιβάσουν στον σουλτάνο δείγματα της καταστρεπτικής τους φιλοπονίας. Δόθηκε επιχορήγηση για τα κεφάλια που θα έκοβαν και κάθε γραφέας κατέγραφε στο ημερολόγιο της τυραννίας, κατά τη συνήθεια. Για να προλάβουν την απάτη, έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα διατηρούσαν στην άλμη και τα τοποθετούσαν σε βαρέλια. Τα έστελναν στον σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. Ιδιαίτερη τιμή δινόταν αν τα επαναστατικά κεφάλια ανήκαν σε διακεκριμένους αρχιεπισκόπους, άρχοντες ή κληρικούς... Τα θύματα διατάζονταν να γονατίσουν. Γονατίζοντας ο κάθε μάρτυρας αναφωνούσε: “Μνήσθητί μου, Κύριε”! Ενώ αυτός έλεγε αυτά τα λόγια, το γιαταγάνι έπεφτε επάνω στον λαιμό του, αποκόπτοντάς τον μ’ ένα κτύπημα τόσο ξαφνικό, ώστε η γλώσσα εξακολουθούσε να κινείται…». Για τα φορτία από κεφάλια και αφτιά ο Άγγλος πρεσβευτής Strangford ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών στο Λονδίνο, ότι στην Πύλη του Σεραγιού έγινε έκθεση με κομμένα κεφάλια και άλλα τρόπαια.
Στις 7 Απριλίου σημειώνει ο Ολλανδός πρόξενος στο ημερολόγιό του: «Η φωτιά και η τυραννία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο… το μεσημέρι (22 Απριλίου) οι Τούρκοι έβγαλαν από το δεσμωτήριο τον δεσπότη, τους προεστούς και όλους τους φυλακισμένους, που βρίσκονταν έγκλειστοι ως όμηροι στο φρούριο. Τους γύμνωσαν ολότελα και τους κρέμασαν, πάνω από εκατό, τον έναν πλάι στον άλλο, σαν αρνιά. Μόνο του δεσπότη άφησαν το καλυμμαύχι. Το θέμα προκάλεσε φρίκη και οίκτο. Είναι σπαρακτικό να βλέπεις τον άνθρωπο γυμνό. Από τη ναυαρχίδα του Καπουδάν Πασά έπεσε μια κανονιά. Την ίδια στιγμή φάνηκαν σε κάθε καράβι του στόλου κορβέτα, μπριγιαντίνη, σκούνα, μπομπάρδα, τρεις κρεμασμένοι από το μπαστούνι του φλόκου. Πάνω από ογδόντα και δεν μπορέσαμε να τους διακρίνουμε όλους…». Οι Εβραίοι προθυμοποιήθηκαν να σύρουν τα πτώματα στη θάλασσα με κάθε περιφρόνηση. Και ο Ολλανδός πρόξενος συνεχίζει: «Τα τουρκικά στρατεύματα καίνε, σκλαβώνουν, σφάζουν. Φρίκη επικρατεί στην πόλη. Σπαραγμός στην ύπαιθρο. Οι δρόμοι γεμάτοι πτώματα. Η εντολή του πασά είναι να μην αφήσουν Έλληνα ζωντανό, να σκλαβώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά και να λαφυραγωγήσουν τον τόπο…». Ακόμη και η φιλοτουρκική γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης, «Spectateur Oriental», δίνει με δημοσίευμά της την περίοδο αυτή μία παραστατική εικόνα της καταστροφής: «Η Χίος είναι χαλάσματα και στάχτες. Ο αέρας είναι μολυσμένος από τη δυσωδία που αναδίδουν τα σαπισμένα πτώματα ανθρώπων και ζώων…». Η γερμανική εφημερίδα «Allgemeine Zeitung» δημοσιεύει την πληροφορία ότι, «… παιδιά κάτω των επτά χρόνων, ακατάλληλα για το παζάρι, δένονταν μαζί και ρίχνονταν στη θάλασσα…».
Παραστατική εικόνα της σφαγής, της λεηλασίας και της καταστροφής δίνει ο πρωτεργάτης του ολέθρου του νησιού, Βαχίτ Πασάς στα απομνημονεύματά του: «… Η φρουρά μας επέπεσε κατά των άπιστων γκιαούρηδων, των οποίων τους μεν ενήλικους επέρασαν γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν ελεηλάτησαν… τας ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσεν ποταμηδόν… Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα επλουτίσθησαν συν Θεώ αγίω, διά της νομίμου λείας, λαβόντες άπειρα λάφυρα κινητά ωσαύτως και σκλάβους και σκλάβας ωραίας διά στολισμόν των χαρεμίων των…».
Ο Γάλλος διπλωμάτης και ιστορικός Πουκεβίλ, υπολογίζει σε 40.000 αυτούς που πουλήθηκαν ως σκλάβοι στα μπεζεστένια της Σμύρνης. Μάλιστα τέτοια ήταν η μεγάλη προσφορά που προκλήθηκε πτώση τιμών! Σύμφωνα με ανταπόκριση από τη Σμύρνη στην εφημερίδα «Morning Chronicle» του Λονδίνου (29 Ιουνίου 1822) «οι Τούρκοι πουλούσαν Ελληνίδες σε εξευτελιστικές τιμές, από 10 ως 40 και 60 γρόσια». Ο γενικός πρόξενος της Νάπολης στη Σμύρνη, Antonio Girardi, σε αναφορά του στον υπουργό Εξωτερικών της χώρας του (2 Ιουνίου 1822) γράφει: «Η πόλη της Χίου είναι σχεδόν στάχτες. Μόνο τα προξενεία σώθηκαν και μερικά σπίτια Ευρωπαίων. Την ίδια τύχη είχαν τα περισσότερα χωριά. Ελάχιστοι άνδρες γλίτωσαν. Τα γυναικόπαιδα σκλαβώθηκαν. Μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε στην Ασία. Πουλήθηκαν αμέσως και χάθηκαν στο εσωτερικό…». Ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Francis Werry σε αναφορά του προς τη Levant Company σημειώνει: «Στο δρόμο των Φράγκων οδηγούνται πάνω κάτω κοπάδια από παιδιά της Χίου για πούλημα». Ενώ η γαλλική εφημερίδα «Courrier Francais», στο φύλλο της 10 Ιουλίου 1822, γράφει: «Βλέπεις φανατικούς μουσουλμάνους να τρέχουν ομαδικά, να αγοράζουν 30 γρόσια το θύμα τους και να το σφάζουν αμέσως για να κερδίσουν σπουδαία θέση στους Ουρανούς… Χιλιάδες γυναίκες, κορίτσια και αγόρια πουλιούνται κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή, μ' όλο που μαστιγώνονται, για να πεθάνουν από την πείνα…».
Βεβαίως οι Τούρκοι δεν έμειναν ατιμώρητοι για τα εγκλήματά τους. Πανώλη ενέσκηψε και ορισμένα ζώα έγιναν ιδιαιτέρως επιθετικά, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα. Εβραίοι και Αρμένιοι βοηθούν τους Τούρκους για να εξολοθρεύσουν τα ενοχλητικά ζώα. Γέμισε η Χίος από ποντικούς και γάτες που τρέφονταν από τα πτώματα. Και ο ίδιος ο καρά Αλής δεν έμεινε ατιμώρητος. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης με την πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στις 6-7 Ιουνίου 1822 εκδικήθηκε την καταστροφή της Χίου, γεγονός όμως που όξυνε την εκδικητικότητα των Τούρκων, αφού έσυραν εννιακόσιους φυλακισμένους από τις υπόγειες φυλακές του φρουρίου και τους θανάτωσαν. Άξιοι δάσκαλοι των ναζιστών οι Τούρκοι!!!
Το νησί ήταν πια ένας σωρός ερειπίων. Η λεηλασία, οι εμπρησμοί, οι σφαγές και η αιχμαλωσία των κατοίκων αφάνισαν κυριολεκτικά ένα νησί, που έσφυζε από ζωή. Από έναν πληθυσμό εκατόν τριάντα έως εκατόν πενήντα χιλιάδων κατοίκων, έμειναν στη Χίο λιγότεροι από δύο χιλιάδες. Η συμφορά της συγκίνησε όλο τον πολιτισμένο κόσμο και έγινε αφορμή να πυκνωθεί το υπέρ της Ελλάδος φιλελληνικό ρεύμα. Πλήθος περιηγητών, που επισκέφθηκαν τη Χίο μετά την καταστροφή, μας δίνουν συγκλονιστικές περιγραφές. Δε νομίζω ότι χρειάζονται άλλες αποδείξεις για να φανεί η μωρότητα αυτών που χαρακτηρίζουν το έργο του Ντελακρουά υπερβολή.
Όμως η ιστορία του νησιού μέσα στο χρόνο δε σταματά. H Xίος, η ποτισμένη με αίμα ηρώων και μαρτύρων ζει. Γνώρισε το ζυγό πολλών κατακτητών αλλά συνεχίζει την ταραχώδη πορεία της στον χώρο του Αιγαίου, θυμίζοντάς μας την ηρωική θυσία των κατοίκων της για τη λευτεριά της Ελλάδος.
* Πηγή για τις μαρτυρίες των ξένων, άρθρο από το Παρόν της Κυριακής, με ημ. 24.06.2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου